- σαρρυσσόφωνο
- και σαρρουσόφωνο και σαρρυζόφωνο και σαρουσόφωνο και σαρυξόφωνο, το, Νχάλκινο πνευστό μουσικό όργανο με διπλό επιστόμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sarrussophone, από το όν. τού Sarrus, Γάλλου αρχιμουσικού τού 19ου αιώνα + -phone (< φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.